στολή

στολή
η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α
1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά
2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή χώρα (α. «με τη λευκή νυφιάτικη στολή / στολίσου...», Μαλακ.
β. «νησιώτικη στολή» γ. «σκωτσέζικη στολή» δ. «γυναικεία στολή», Αριστοφ.
ε. «Σκυθικὴ στολή», Ηρόδ.)
3. αμφίεση, στολισμός, στόλισμα (α. «στολή τής άνοιξης» β. «στολή και πλούτος κι αρχοντιά ήτονε το κορμίν του», Ερωτόκρ.
γ. «ἱππάδα στολήν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «στρατιωτική στολή» — ομοιόμορφη ενδυμασία που συνοδεύεται από κάλυμμα τού κεφαλιού και διακριτικά και χαρακτηρίζει τη στρατιωτική ιδιότητα
β) «στολή εκστρατείας» — η ενδυμασία σε καιρό πολέμου ή ασκήσεων
γ) «μεγάλη στολή» — η ενδυμασία που φορούν οι αξιωματικοί στις επίσημες τελετές, σύμφωνα με τους κανονισμούς
δ) «νυφιάτικη στολή» — η ενδυμασία τής νύφης για την τελετή τού γάμου
ε) «αντιποίηση στολής»
(νομ.) το αδίκημα που διαπράττει κανείς όταν φορεί και εμφανίζεται δημόσια χωρίς να τό δικαιούται στολή ή διακριτικά σημεία αξιωματικού, ιερωμένου ή άλλη που ορίζεται από τον νόμο
μσν.
1. η καθαρότητα τής ψυχής, η απαλλαγή από τα πάθη και την αμαρτία
2. η ενδυμασία τού βαπτίσματος και η κάθαρση τής ψυχής
μσν.-αρχ.
1. επίσημη ενδυμασία
2. τα άμφια, η ιερατική αμφίεση
3. μτφ. το ανθρώπινο σώμα τού Χριστού («ὁ ἐμὸς υἱὸς... στολὴν ἀνθρώποις ὁμοιοπαθῆ περιθήσεται», Βασ. Σελ.)
αρχ.
1. στρατιωτική προετοιμασία («ταχεῑα ναυτικοῡ στρατοῡ στολή», Αισχύλ.)
2. η ένδυση
3. το πτέρωμα τών πτηνών («τῇ τῶν πτερῶν ἀγλαϊζόμενον στολῇ», Αχιλλ. Τάτ.)
4. συστολή, πίεση («στολὴ τοῡ ἀέρος», Επίκ.)
5. περιστολή, περιορισμός («στολὴ τῶν σιτίων», Αέτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στολ- τού ρ. στέλλω (για τον αιολ. τ. σπολά και τη σημ. τής λ. βλ.λ. στέλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖς — στολή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”